- χυτοχάλυβας
- ο, Ν(μεταλργ.) χάλυβας που έχει χυτευθεί σε τύπους, για την κατασκευή χυτών αντικειμένων.[ΕΤΥΜΟΛ. < χυτός + χάλυβας. Η λ., στον λόγιο τ. χυτοχάλυψ, μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Κ. Δαμβέργη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.